- μπουλονάρω
- στερεώνω κάτι με μπουλόνια.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. boulonner < γαλλ. boulon].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπουλονάρισμα — το [μπουλονάρω] η στερέωση, το σφίξιμο ενός αντικειμένου ή τών μερών μιας κατασκευής με μπουλόνια … Dictionary of Greek